- προκαταρκτικῶν
- προκαταρκτικόςinitialfem gen plπροκαταρκτικόςinitialmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οπισθαρίθμηση — η αστρον. σειρά προκαταρκτικών ενεργειών και επαληθεύσεων που είναι καταγραμμένες σε κατάλογο και αριθμούνται προς τα πίσω ανά λεπτό και έπειτα ανά δευτερόλεπτο ώς το μηδέν, οπότε πυροδοτείται το σύστημα για την εκτόξευση τού πυραύλου … Dictionary of Greek
προκατάρχω — Α [κατάρχω] 1. αρχίζω πρώτος 2. προηγούμαι άλλων, είμαι επικεφαλής, προεξάρχω 3. είμαι αίτιος για κάτι («προκατάρχοντος αὐτῆς τῆς εἱμαρμένης εἱμαρμένου», Πλούτ.) 4. αρχίζω ένα έργο ή μια πράξη πρώτος, πριν από άλλους, κάνω την αρχή («προκατάρχειν … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… … Dictionary of Greek
Ράιτ, Γουίλμπερ και Όρβιλ — (Wright, Μίλβιλ 1867 – Ντέιτον 1912). Αμερικανοί πρωτοπόροι της αεροναυτικής. Οι δύο αδελφοί Ρ. –Γουίλμπερ και Όρβιλ (Ντέιτον 1871 1948)– κατόρθωσαν πρώτοι να πετάξουν με διευθυνόμενο μέσο «βαρύτερο από τον αέρα»: η αρχική επιτυχία σημειώθηκε… … Dictionary of Greek
Ρακτιβάν — Επώνυμο 2 Ελλήνων επιστημόνων και κοινωνικών παραγόντων. 1. Κωνσταντίνος (Μάντσεστερ, Μεγάλη Βρετανία 1865 – Αθήνα 1935). Έλληνας νομομαθής. Η οικογένειά του που καταγόταν από τη Βέροια και ζούσε στην Κωνσταντινούπολη· εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το … Dictionary of Greek
Συρόπουλος, Σίλβεστρος — Βυζαντινός ιστορικός συγγραφέας. Λεπτομέρειες για τη ζωή του δεν είναι γνωστές. Μεγάλωσε πάντως στην Κωνσταντινούπολη, όπου πήρε καλή θεολογική και φιλοσοφική μόρφωση. Γύρω στα 1430 έγινε «μέγας εκκλησιάρχης και δικαιοφύλαξ» του Οικουμενικού… … Dictionary of Greek